στέρξιμο

στέρξιμο
το см. στρέξιμο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "στέρξιμο" в других словарях:

  • στέρξιμο — στέρξιμο, το και στρέξιμο, το 1. συγκατάθεση, συναίνεση. 2. «στρέξιμο ονείρου», επαλήθευση ονείρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στέρξιμο — και στρέξιμο, το, Ν [στέργω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στέργω, συναίνεση, συγκατάθεση 2. φρ. «στέρξιμο ονείρου» μτφ. επαλήθευση ονείρου …   Dictionary of Greek

  • στρέξιμο — το, Ν βλ. στέρξιμο …   Dictionary of Greek

  • στρέξιμο — το βλ. στέρξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»